- ἀνέθεντο
- ἀνατίθημιlay uponaor ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευγραφής — εὐγραφής, ές (Α) 1. ωραία ζωγραφισμένος («ἔργον τόδ εὐγραφές... ἀνέθεντο») 2. αυτός που γράφει καλά («εὐγραφὴς κάλαμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γραφής (< γραφή), πρβλ. αρτι γραφής] … Dictionary of Greek